φαταλιστής

φαταλιστής
ο
θηλ. -ίστρια ο οπαδός του φαταλισμού (βλ. λ.), ο μοιροκράτης, ο μοιρολάτρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαταλιστής — ο, θηλ. φαταλίστρια, Ν οπαδός τού φαταλισμού, μοιρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fataliste (βλ. λ. φαταλισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”